ἀνακαλλύνω

ἀνακαλλύνω
ἀνακαλλύνω,
A sweep up, Phryn.Com.2D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνακάλλυνον — ἀνακάλλῡνον , ἀνακαλλύνω sweep up aor imperat act 2nd sg ἀ̱νακάλλῡνον , ἀνακαλλύνω sweep up imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱νακάλλῡνον , ἀνακαλλύνω sweep up imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἀνακάλλῡνον , ἀνακαλλύνω sweep up imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… …   Dictionary of Greek

  • ἀνακαλλύνειν — ἀνακαλλύ̱νειν , ἀνακαλλύνω sweep up pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακαλλύνων — ἀνακαλλύ̱νων , ἀνακαλλύνω sweep up pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”